βαρελάδικο

βαρελάδικο
το бочарня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βαρελάδικο" в других словарях:

  • βαρελάδικο — το το εργαστήριο του βαρελά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καδοποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κάδων, βαρελάδικο, βουτσάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • Κουπάλα, Γιάνκα — (Yanka Kupala,Μινσκ 1882 – Μόσχα 1942). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λευκορώσου ποιητή Ιβάν Ντομινίκοβιτς Λουτσέβιτς (Ivan Dominikovich Lutzevich). Καταγόταν από φτωχούς αγρότες και μετά το 1905 πήρε μέρος στο κίνημα παλιγγενεσίας των Λευκορώσων. Τα …   Dictionary of Greek

  • βαρελοποιείο — το βλ. βαρελάδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτσάδικο — το το εργαστήριο του βουτσά, του βαρελά, το βαρελάδικο, το βαρελοποιείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»